Διάγνωση
Είναι δύσκολο να διαγνωστεί η σκλήρυνση κατά πλάκας, γιατί δεν υπάρχει κάποια εξέταση με την οποία να μπορούμε να είμαστε 100% βέβαιοι. Το ιστορικό των συμπτωμάτων είναι συνήθως ασαφές και τα διαφορετικά συμπτώματα θα μπορούσαν να είναι ίδια με διαφόρων άλλων παθήσεων. Γι΄ αυτό το λόγο, μπορεί να περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να υποπτευθούμε ότι πρόκειται για σκλήρυνση κατά πλάκας. Οι εξετάσεις γίνονται για να αποκλείσουμε την πιθανότητα άλλων ασθενειών και με την “εις άτοπον απαγωγή” να οδηγηθούμε στην πιθανή διάγνωση για ΣΚΠ. Αυτή η μακροχρόνια αβεβαιότητα της διαδικασίας διάγνωσης προκαλεί άγχος.
Η ανίχνευση για ΣΚΠ γίνεται με διάφορους τρόπους:
Ιατρικό ιστορικό
Ο γιατρός ζητάει συνήθως το ιστορικό των συμπτωμάτων μας. Η περιγραφή τους και η μορφή με την οποία εμφανίζονται μπορεί να υποδείξουν ΣΚΠ. Θα χρειαστεί όμως εξέταση από το γιατρό, όπως και διάφορες εξετάσεις που θα ενισχύσουν την αρχική υπόνοια.
Νευρολογική εξέταση
Μπορεί να γίνει μια συστηματική εξέταση του νευρικού συστήματος με μια σειρά εξετάσεων των αντανακλαστικών ( κτύπημα με το σφυράκι στο γόνατο) ή μέτρηση των αντιδράσεων σε εξωτερικούς ερεθισμούς (τσίμπημα με βελόνα).
Μετά από μια εκτεταμένη νευρολογική εξέταση, ο γιατρός είναι σε θέση να παρατηρήσει όποιες δυσλειτουργίες παρουσιάζονται στο νευρικό σύστημα.
Οι εξετάσεις όμως αυτές από μόνες τους δεν μπορούν να καθορίσουν την αιτία των δυσλειτουργιών, γιατί και άλλες παθήσεις είναι δυνατόν να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα με αυτά της ΣΚΠ. Γι΄ αυτό, θα πρέπει πρώτα να αποκλειστούν οι άλλες πιθανότητες.
Εξετάσεις προκλητών δυναμικών όρασης και ακοής
Η απομυελίνωση μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση στη μετάδοση των μηνυμάτων μεταξύ των νεύρων. Οι εξετάσεις προκλητών δυναμικών μετρούν το χρόνο που χρειάζεται ο εγκέφαλος για να δεχτεί και μετά να μετατρέψει ένα ερέθισμα. Για το σκοπό αυτό, μικρά ηλεκτρόδια τοποθετούνται στο κεφάλι του εξεταζόμενου και ελέγχουν τα ηλεκτρικά κύματα του εγκεφάλου μετά από οπτικό ή ακουστικό ερέθισμα. Φυσιολογικά, η αντίδραση του εγκεφάλου σε τέτοια ερεθίσματα είναι σχεδόν ακαριαία αλλά, όταν υπάρχουν ουλές στο κεντρικό νευρικό σύστημα, τότε μπορεί να παρουσιαστεί αργοπορία. Η εξέταση αυτή δεν είναι παρεμβατική ούτε επώδυνη κι έτσι ο εξεταζόμενος δε χρειάζεται να μείνει στο νοσοκομείο. Με τη μέθοδο αυτή, ο γιατρός μπορεί να προσδιορίσει το που υπάρχουν ουλές αλλά όχι και τα αίτια που τις προκάλεσαν.
Οσφυονωτιαία παρακέντηση
Η εξέταση αυτή δείχνει το αν υπάρχουν αντισώματα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (το υγρό που κυκλοφορεί γύρω από τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό). Τέτοια αντισώματα μπορεί να δημιουργηθούν από ΣΚΠ αλλά και από άλλες νευρολογικές διαταραχές. Κατά την εξέταση, λαμβάνεται με μια βελόνα μικρή ποσότητα υγρού από το νωτιαίο μυελό στο ύψος της οσφυϊκής μοίρας.
Ο εξεταζόμενος χρειάζεται να μείνει ακίνητος για μικρό χρονικό διάστημα και αυτό είναι κάπως άβολο αλλά όχι επώδυνο, γιατί γίνεται τοπική αναισθησία. Πρέπει επίσης να μείνει στο νοσοκομείο μια νύχτα.
Τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής μπορεί να αποτελούν ένδειξη σκλήρυνσης κατά πλάκας αλλά δεν είναι και καθοριστικά.
Με τη μέθοδο αυτή αποκλείουμε, επίσης, άλλες παθήσεις του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος με παρόμοια συμπτωματολογία με τη ΣΚΠ.
Μυελογραφία
Η μυελογραφία είναι μια ακτινογραφία του νωτιαίου μυελού. Κατά την εξέταση αυτή εγχύεται χρωματισμένο υγρό στη σπονδυλική στήλη που η κίνησή του κατά μήκος του νωτιαίου μυελού φαίνεται στην ακτινογραφία. Έτσι, οποιοδήποτε εμπόδιο υπάρξει ανάμεσα στα νεύρα θα φανεί στην ακτινογραφία και ο γιατρός θα μπορέσει να αναγνωρίσει τα συμπτώματα άλλων νόσων αλλά και την πιθανότητα σκλήρυνσης κατά πλάκας. Όπως στην οσφυονωτιαία παρακέντηση, έτσι και στη μυελογραφία, ο εξεταζόμενος ίσως χρειαστεί να μείνει για λίγο στο νοσοκομείο. Η εξέταση δεν είναι επώδυνη, μόνον άβολη.
Μαγνητική τομογραφία
Η μαγνητική τομογραφία είναι μέθοδος των τελευταίων ετών. Πρόκειται για ακτινογραφίες του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού, όπου φαίνονται οι περιοχές που έχουν προσβληθεί από τη ΣΚΠ. Αν και αυτή είναι η μόνη εξέταση στην οποία είναι ορατή η νόσος, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι 100% αποφασιστικής σημασίας όσον αφορά στην τελική διάγνωση, γιατί ο ανιχνευτής δεν είναι σε θέση να ανιχνεύσει όλες τις περιοχές. Αποτελεί όμως ισχυρή ένδειξη, μαζί με τα άλλα συμπτώματα του ιστορικού του ασθενούς και την εξέταση του γιατρού.
Τα αρχικά συμπτώματα μπορεί να είναι ασαφή και να μπερδεύουν τόσο τους πάσχοντες όσο και το γιατρό τους. Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τα ακαθόριστα ή υποκειμενικά συμπτώματα, όπως για παράδειγμα την κούραση ή τις διαταραχές της όρασης και της αίσθησης. Στην αρχή, είναι πιθανόν να μη μας δώσουν μεγάλη σημασία χαρακτηρίζοντάς μας “νευρωτικούς” ή “υποχόνδριους”. Ίσως ακόμη ο γιατρός να μη μας μιλήσει για ΣΚΠ, μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Αυτό έχει κάποια λογική, γιατί τα συμπτώματά μας μπορεί να είναι κοινά με άλλων παθήσεων ή, ίσως, να μην εμφανιστούν ποτέ ξανά.
Η ειλικρίνεια μεταξύ γιατρού και ασθενούς είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους.
Πολλοί πάσχοντες εκφράζουν ανακούφιση την ώρα της τελικής διάγνωσης, επειδή επιτέλους έμαθαν από τι ακριβώς πάσχουν. Είναι απαραίτητο να ακολουθήσουν συχνές επισκέψεις στο γιατρό, έτσι ώστε εμείς οι πάσχοντες και οι συγγενείς μας να μπορέσουμε να ενημερωθούμε, να βρούμε απαντήσεις στα ερωτήματά μας, να πάρουμε πληροφορίες και να δουλέψουμε με τα συναισθήματά μας.